σκάρον

σκάρον
σκάρος
parrot-wrasse
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Σκαρόν, Πωλ — (Scarron). Γάλλος κωμικός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας (1610 1660). Παρόλο που σε νεαρή ηλικία προσβλήθηκε από ρευματισμούς και έμεινε σε όλη του τη ζωή παράλυτος, ανάπτυξε πλούσια συγγραφική δράση. Πνευματώδης και ιδιαίτερα δραστήριος,… …   Dictionary of Greek

  • κωμωδία — Θεατρικό ή κινηματογραφικό είδος που επιδιώκει τη διασκέδαση του θεατή με τη σάτιρα και τη γελοιοποίηση ανθρώπινων υπερβολών και αδυναμιών, κοινωνικών ηθών, αντιλήψεων και καταστάσεων. Διαφέρει από τη φάρσα, καθώς προχωρεί σε βαθύτερη ανάλυση των …   Dictionary of Greek

  • παρωδία — Λογοτεχνική σύνθεση ή θέαμα (πρόζας, επιθεώρησης, χορού, μουσικής, κινηματογράφου) που παρωδεί το περιεχόμενο ή το ύφος και τη γλώσσα ενός άλλου κειμένου ή θεάματος. Το έργο που παρωδείται πρέπει να πληρεί δύο προϋποθέσεις, να είναι σοβαρό και να …   Dictionary of Greek

  • Μεντενόν, Φρανσουάζ ντ’ Ομπινιέ μαντάμ ντε- — (Francoise d’ Aubignet madame de Maintenon, 1635 – 1719). Μοργανατική σύζυγος του Λουδοβίκου ΙΔ’. Ήταν κόρη του τυχοδιώκτη Κονστάν ντ’ Ομπινιέ, με τον οποίο έζησε στη φυλακή του Νιορ έως το τέταρτο έτος της ηλικίας της. Μετά την αποφυλάκιση του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”